HEADLINES
Loading...

Ενας μυστικός πράκτορας στην Πλάκα

Γλίτωσε από σφαίρες που έπεφταν βροχή, βομβιστικές επιθέσεις και δολοφονικές απόπειρες. Δεν βγήκε αλώβητος όμως από τον «πόλεμο» που έζησε. Εχασε όλους τους ανθρώπους που αγαπούσε. Και τελικά αυτός ο Ιρλανδός μυστικός πράκτορας κατέληξε να ζει στην Πλάκα, όπου βρήκε την ηρεμία και το χαμόγελο.

Ο Τομ έχει ιστορία για την οποία θα πλήρωναν πολλά οι σεναριογράφοι που θέλουν να κάνουν μία κατασκοπική ταινία στο Χόλιγουντ. Εζησε τα άγρια γεγονότα με τον IRA στην πατρίδα του, πολέμησε στην Αγκόλα και τώρα ζωγραφίζει στους δρόμους της Πλάκας.

Πριν φτάσει στη χώρα μας, είδε τον κόσμο του να καταρρέει, καθώς έχασε τη σύζυγο, την κόρη του, τους γονείς και τα αδέρφια του στον πόλεμο με τον IRA. Γεννημένος στη Βόρεια Ιρλανδία, ο Τομ σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός αλλά υπηρέτησε για 6 χρόνια στον στρατό ως οπλίτης και άλλα τρία ως μυστικός πράκτορας που είχε στόχο να διεισδύσει στα άδυτα του IRA, όπως είπε διηγούμενος την ιστορία του στην Espresso. Αυτό όμως, όπως λέει, είχε ως αποτέλεσμα να μπει στο στόχαστρο η οικογένειά του και πέντε αγαπημένα του πρόσωπα τελικά έχασαν τη ζωή τους σε βομβιστική επίθεση έξω από το σπίτι τους στο Μπέλφαστ.

«Είναι μια μέρα που άλλαξε για πάντα τη ζωή μου και που δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ», λέει στην εφημερίδα και θυμάται: «Η βομβιστική επίθεση έγινε το 1981. Οι τρομοκράτες είχαν παγιδεύσει με εκρηκτικά το αυτοκίνητό μας, προφανώς για να με βγάλουν από τη μέση. Ωστόσο εκείνη τη μέρα μπήκαν στο αυτοκίνητο η γυναίκα μου, η κόρη μου, οι γονείς μου και η αδερφή μου. Ήμουν στο δωμάτιό μου όταν άκουσα έναν τρομακτικό κρότο. Ο θάνατός τους ήταν ακαριαίος. Τα πτώματά τους διαμελίστηκαν, δεν μπόρεσα ούτε να τους θάψω. Ο αδερφός μου που ήταν αστυνομικός δολοφονήθηκε και εκείνος από τον IRA ενώ αρκετοί συνάδελφοί μου στις μυστικές υπηρεσίες έχασαν τη ζωή τους από τρομοκρατικές επιθέσεις. Αποφάσισα να εγκαταλείψω τη χώρα αφού ήξερα πως αν έμενα εκεί οι μέρες μου ήταν μετρημένες».

Μετά από τις τραγικές απώλειες που βίωσε, έφυγε με προορισμό αρχικά τη Γερμανία, ενώ στη συνέχεια πήγε στη Νότια Αφρική. «Το 1984 στην Αγκόλα κατατάχθηκα στον στρατό ως μισθοφόρος και πολέμησα εναντίον των κομμουνιστών ανταρτών. Ήμουν σίγουρος πως κάποια στιγμή θα σκοτωνόμουν στο πεδίο της μάχης. Δεν με ενδιέφερε γιατί δεν είχα τίποτα να χάσω. Δυστυχώς δεν με πέτυχε καμία σφαίρα. Τρία χρόνια ήμουν εκεί, με το όπλο στα χέρια!».

Ακολούθησε το Ισραήλ, όπου πλέον άρχισε να ζει κανονικά και επόμενος σταθμός του ήταν η Ελλάδα. Στην Πλάκα, φορώντας στρατιωτική στολή και κράνος ζωγραφίζει πάνω σε κομμάτια ξύλου και πουλάει τα έργα του στους περαστικούς.

«Είμαι εδώ 13 χρόνια και δεν θα φύγω ποτέ! Αγαπώ την Ελλάδα και τους Έλληνες. Βλέπεις όλα αυτά τα χρόνια δεν γνώρισα τη σημαίνει γαλήνη και ηρεμία. Οι άνθρωποι με αγαπάνε και μου φέρονται με ευγένεια και καλοσύνη. Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν είναι όνειρο ή πραγματικότητα. Μου προσφέρουν φαγητό με χαιρετάνε με χαμόγελο», λέει.

Οσο για το τι ονειρεύεται πλέον; «Να με ερωτευτεί και να με αγαπήσει μια όμορφη και πολύ πλούσια γυναίκα. Να μου χαρίσει την πιστωτική της κάρτα και μια Λαμποργκίνι. Να ζήσω τις μέρες που μου απομένουν γλεντώντας», λέει.